Δύο
σοβαρά άρρωστοι άνδρες μοιράζονταν κάποτε το ίδιο δωμάτιο νοσοκομείου
ατυχημάτων. Ο ένας, έπρεπε να είναι αυστηρά ακίνητος και -για όλο τον χρόνο της αποκατάστασής
του- ξαπλωμένος στο ειδικά διαμορφωμένο κρεβάτι του. Ο άλλος ήταν πιο
...προνομιούχος αφού τού επιτρεπόταν, ανάλογα με την καθημερινή του κατάσταση,
να μένει καθιστός στο δικό του κρεβάτι για μισή ώρα κάθε πρωί κι άλλο τόσο κάθε
απόγευμα... ...μάλιστα, το κρεβάτι του ήταν ακριβώς δίπλα στο μοναδικό παράθυρο
του δωματίου...
.../...
Μετά
την κοινωνική -αλλά και την εξ’ ανάγκης- σιωπηρή περίοδο των πρώτων
ημερών, στο τέλος οι δυο άνδρες χωρίς ποτέ να μπορούν να κοιτούν ο ένας τον
άλλον άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους και να συζητούν τελικά με τις ώρες.
Μιλούσαν για τις ζωές τους –ο ένας τους, αυτός στο παράθυρο, είχε κι ένα
παιδάκι κάπου μακριά- για τα ενδιαφέροντά τους, λίγο για την πολιτική, θυμήθηκαν
ιστορίες από τον στρατό, τις σπουδές τους, κι έτσι ο χρόνος μπορούσε πια να
κυλά λιγότερο βασανιστικά.
Κάθε πρωί ωστόσο όπως και κάθε απόγευμα, για ένα περίπου μισάωρο κάθε
φορά, όλα αυτά σταματούσαν. Ήταν τότε που ο ένας -αυτός δίπλα στο παράθυρο-
που τον έλεγαν Μηνά, ερχόταν η ώρα που μπορούσε να καθίσει. Τότε, το
μόνο που ακουγόταν στο δωμάτιο ήταν η φωνή του να περιγράφει στον συγκάτοικό
του όλα όσα υπέροχα πράγματα μπορούσε μόνο αυτός να δει έξω από το παράθυρο. Κι
ο άλλος -θαρρώ τον ΄λέγαν Νίκο- ζούσε –ζωντάνευε κυριολεκτικά- τον
έξω κόσμο σ’ αυτό το μισάωρο, μέσα από αυτές τις περιγραφές.
.../...
Το
παράθυρο έβλεπε στον αύλειο χώρο του νοσοκομείου. Το δωμάτιο ήταν ισόγειο και οι
εικόνες όπως τις περιέγραφε ο Μηνάς ήταν για τον υποχρεωτικά κλινήρη Νίκο, συγκλονιστικές.
Φορτωμένες νεραντζιές, η άκρη μιας μικρής εκκλησίας, ένα άγαλμα... ήταν κι ένα πάρκο απέναντι με ένα σιντριβάνι,
πολλά λουλούδια, παιγνίδια παιδικής χαράς, παγκάκια, πολύχρωμοι βιαστικοί ή
νωχελικοί περαστικοί τα πρωινά μα και μικρά παιδιά κι αγκαλιασμένα ζευγαράκια
τα απογεύματα κάτω από ένα από τα ομορφότερα ηλιοβασιλέματα...
...Ο άνδρας
στο παράθυρο περιέγραφε τα πάντα με λεπτομέρεια, χρώμα, με χιούμορ κάποιες
φορές και με συγκίνηση κάποιες άλλες, κι ο συγκάτοικός του έκλεινε τα μάτια και
ζούσε αυτές τις εικόνες νοερά λες και τις έβλεπε ο ίδιος. Λες και στο ταβάνι πάνω
του –το μόνο σημείο που έτσι κι αλλιώς μπορούσε να δει- λες και να ήταν
εκεί στ’ αλήθεια το μοναδικό παράθυρο...
...Ό, τι συνέβαινε στο έξω κόσμο το ζούσε μέσα από αυτές τις
περιγραφές... το έβλεπε μέσα απ’ αυτό το παράθυρο εκεί στο ...ταβάνι.
.../...
Έτσι, πέρασαν
μέρες, βδομάδες, μήνες... Ένα πρωινό μια εκκωφαντική σιγή επικράτησε στο
δωμάτιο των δυο ανδρών... ύστερα μια αναστάτωση... ομιλίες χωρίς συνοχή...
καμία εικόνα... το παράθυρο στο ταβάνι κλειστό. Ο Νίκος πληροφορείται πως ο
συγκάτοικος και φίλος του πια, «έφυγε», έσβησε -ξαφνικά μα ήσυχα- στον
ύπνο του, εκεί κατά το ξημέρωμα...
...Πρώτη
μέρα, απέραντη σιωπή! Δεύτερη μέρα, τρίτη, τέταρτη... ...και τώρα; Σιωπή και καμιά εικόνα πια στο ταβάνι για τον
ανήμπορο Νίκο... Μοναξιά! Ώσπου, ένα απόγευμα, τον ενημέρωσαν πως θα του
ερχόταν νέος «συγκάτοικος» αλλά -το κυριότερο- πως από την επομένη θα μπορεί
πια κι αυτός με ανάκληση του κρεβατιού του να κάθεται για λίγην ώρα κάθε μέρα...
...Με θλίψη μα και μ΄ελπίδα, παρακάλεσε τότε αν γινόταν να μεταφέρουν το
κρεβάτι του δίπλα στο παράθυρο -εκεί στη θέση του κρεβατιού του Μηνά- κάτι
που πράγματι έγινε το ίδιο κιόλας βράδυ...
.../...
...Μετά
από μιαν ατέλειωτη νύχτα και μιαν απέραντη ανυπομονησία που δεν τον άφησε να
κλείσει μάτι, ο Νίκος ήλθε πια η ώρα να πατήσει το μπλε κουμπί στο χειριστήριο
που του είχαν υποδείξει... ...το κρεβάτι άρχισε αργά-αργά να ανασηκώνει το πάνω
μέρος του σώματός του... Επιτέλους! έστω κι έτσι θα μπορούσε να δει με τα δικά
του τα μάτια μιαν εικόνα σαν αυτές που όλον αυτόν τον καιρό ζούσε μέσα από τα
λόγια του χαμένου του φίλου...
...Με
τα διάπλατα ανοιγμένα μάτια του ωστόσο, αντίκρισε έξω απ’ το τζάμι μόνο έναν
μαντρότοιχο! Ήταν ο ψηλός τοίχος της περίφραξης του νοσοκομείου... ούτε
εκκλησία, ούτε πάρκο, ούτε παιδιά... τίποτα... ...Δεν μπορεί... γιατί τού το
έκαναν αυτό; Το δωμάτιο έμοιαζε ίδιο, μα το παράθυρο δεν κοιτούσε πια στον ίδιο
εξωτερικό χώρο... μόνο ένας τοίχος ορθωνόταν εκεί! ...Πανικόβλητος πάτησε το
κόκκινο κουμπί στο χειριστήριο.... μια νοσηλεύτρια κι ένας γιατρός βρέθηκαν
αμέσως δίπλα του ανήσυχοι... ...αργότερα μετά από την επίδραση κάποιου
ηρεμιστικού που του χορήγησαν, εξηγούσε στον γιατρό του συγκεχυμένα ό,τι
ανεξήγητα τού είχε συμβεί... Γιατί τού άλλαξαν δωμάτιο χωρίς να του το πούν;
Γιατί έκτισαν έναν τοίχο εκεί; ...γιατί όλ’ αυτά; πώς; Ρωτούσε επίμονα...
— Μα, δεν σάς έγινε αλλαγή δωματίου ούτε ο τοίχος υψώθηκε τώρα ... ήταν πάντα
εκεί...
— Κι όμως γιατρέ, ο Μηνάς με τις ώρες μού περιέγραφε τα πάντα με λεπτομέρειες...
ήταν παραμύθια; ψέματα; ...γιατί;
— Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι πως όλ αυτά που μου λέτε βοήθησαν
πολύ στην βελτίωση της υγείας σας... μάλλον ο χαμένος σας φίλος -αν και
ήξερε πως ο ίδιος ήταν καταδικασμένος- θέλησε να σάς «σταθεί» μ’ αυτόν τον
τρόπο... άλλωστε αγαπητέ κύριε Νίκο, από το δικό του ατύχημα εδώ και μήνες, και
πριν τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο μας, ο
καημένος ο κύριος Μηνάς ήταν εντελώς τυφλός! Τον μαντρότοιχο δεν το είχε δει
ούτε ο ίδιος.
.../...
Άκουσα
αυτήν την ιστορία εδώ και 10 (ίσως και 15) χρόνια πριν να την διηγείται σ' ένα κοριτσάκι, ο παππούς της.
Δεν ξέρω το πρόσωπο, το βιβλίο ή το μέσον -τέλος πάντων- απ’ όπου αυτή η ιστορία
προέρχεται ούτε και τον τίτλο της για να αναζητήσω τον συγγραφέα ή τον αρχικό μύθο. Φυσικά θα είναι παραλλαγμένη λόγω μνήμης, τα ονόματα, εννοείται πως είναι φανταστικά... μόνο οι φορτωμένες νεραντζιές, το
άγαλμα και η εκκλησία είναι κομμάτια από την πραγματική εικόνα που όντως αντικρίζαμε με
τον δικό μου συγκάτοικο από το κοινό μας δωμάτιο νοσοκομείου πριν λίγες μέρες... γεια σου Μανώλη!
1 σχόλιο:
Συγκινητικό αφήγημα.
Ευτυχώς εμείς είμαστε περιπατητικοί ασθενείς.
Δημοσίευση σχολίου