Κάτι παιδιά στο περιγιάλι
φτιάξαν έναν χαρταετό,
μ’
εφημερίδες του μπακάλη,
καλάμια απ τον Κηφισό.
Γράψαν με κόκκινο μελάνι
με ματωμένα κεφαλαία
όσα η ζωή τους είχε κάνει
κι όσα ποθούσε η παρέα.
Διεύθυνση βάλαν: ουρανός
κι έφυγε ο χαρταετός.
Αποστολεύς ένας φτωχός
και παραλήπτης ο Θεός.
Τον βρήκαν κάτι σφουγγαράδες
στο Πέραμα την Κυριακή,
είχε μπλεχτεί στις καμινάδες
μιας αποθήκης με ρακί.
Πήναν ρακί οι σφουγγαράδες
και τον διαβάζαν ως να φέξει,
βουρκώνανε σε κάθε λέξη
και μουτζουρώναν τις αράδες.
Σε λάθος χέρια δυστυχώς,
έπεσε ο χαρταετός.
Αποστολεύς ένας φτωχός
κι ο παραλήπτης πιο φτωχός.
Πήγαν στ’ αφέντη τους την πόρτα
και τον πετάξαν βιαστικοί,
μέσα γιορτή είχαν και φώτα
και παίζαν τζαζ οι μουσικοί.
Τον βρήκανε οι καλεσμένοι
και πως γελάσαν οι κυρίες
που είχε ανορθογραφίες
και στ’ όμικρον περισπωμένη.
Άτυχος ο Χαρταετός,
τον κάψανε σε μια γωνιά.
Αποστολεύς ένας φτωχός
και παραλήπτης η απονιά.
Σώτια Τσώτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου