Θα σας έχω πλέον κουράσει με το ότι πάντα
υπάρχει και «...η άλλη όψη των πραγμάτων...», ωστόσο, διαβάζοντας τις παρακάτω
γραμμές έχω μιαν ελπίδα πως, για μιαν ακόμη φορά, θα μού δείξετε ανάλογη
κατανόηση...
Ο Προμηθέας πριν γίνη εμπορική φίρμα*
ΗΤΑΝΕ ένας πού τόν λέγανε
Γκαίτε. Γερμαναράς καί σοφός. Αλλά δέν πά νά σαι Γερμαναράς και σοφός! Άμα έρθη
η ώρα σου θά ποθάνης. Τό λοιπόν, ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, αποφάσισε τό 1832
νά κλατάρη κι’ έπεσε στό κρεβάτι. Και τήν ώρα πού πέθαινε φώναξε δυνατά:
— Φώς. Περισσότερον φώς… (Λίχτ. Μέρ λίχτ).
Τό είπε ό άνθρωπος καί αξιοπρεπέστατα πάει στό «τίποτα». Αλλά οί
άνθρωποι πού είναι μουσκάρια καί δέν ξέρουνε τί τούς γίνεται, πήραν αυτά τά
λόγια και τά κάναν σημαδιακά.
— Κύττα ρέ τί είπε ο σοφός.
— Τί είπε;
— Φώς περισσότερον νά χυθή είς τήν ανθρωπότητα. Εις τό πνεύμα μας.
Νά ίδωμεν καθαρά τήν άλήθειαν.
— Είπε τέτοιο;
— Ναί (γιά).
— Τσ, τσ, τσ!
Καί κανένας δέ σκέφτηκε ότι πέθαινε ο άνθρωπος κι’ ήθελε φώς
παραπάνω, θολώσανε τά μάτια του από θάνατο. Σκοτείνιασε η λάμπα. Καί κείνη τήν
ώρα δέν τούκοβε νά πεί φιλοσοφίες καί νά κήρυξη μπούρδες, αλλά σάν άνθρωπος
βρέθηκε σέ μιά αδυναμία καί είπε έτσι. Άν τόλεγε αυτό ένας κοινός άνθρωπος,
έτσι θά τό εξηγούσανε. Με τό φυσικό δρόμο. Αλλά βλέπεις ο Γκαίτε ήτανε σοφός.
Κι άμα λέει καμμιά μπούρδα ένας, όλοι οι άλλοι σοφοί πασκίζουνε νά τής δώσουνε
σημασία, αλλιώς δέν θά τούς πάρουνε γιά σοφούς…
Φώς ήθελε ο Γκαιτε κι’ όλοι θέλουμε φώς καί δέν θάχαμε μήτε δαδί,
άν δέν ήτανε στη μέση ο Προμηθέας τότε καί η ΔΕΗ σήμερα. Μόνο πού ο Προμηθέας
ήτανε λεβέντης καί τόφερε τζάμπα, ενώ η ΔΕΗ, άν δέν τήν πλήρωσης μιά μέρα, στό
κόβει καί τά λοιπά καί τά λοιπά…
Ο Τιτάνας ο Ίαπετός, παντρεύτηκε μιά ωκεανίδα, Κλυμένη τ’ όνομα
καί σκαρώσανε τέσσερα παιδιά. Τόν Άτλαντα, τόν Μενοίτιο, τόν Επιμηθέα καί τόν
Προμηθέα. Άτυχα τά δόλια καί τά τέσσερα, αλλά τώρα νά πούμε μονάχα γιά τά δυό
τελευταία πού ξεκινήσανε από τήν Ινδία, νά γίνουνε καί δικοί μας σημαδιακοί
ημίθεοι…
Τόν Προμηθέα στίς «Βέδες» τόν λένε Πραμαναθά, καί είναι ίδια η
ρίζα τού ονόματος του καί η… ιστορία του (μόνο πού εκεί δέν καταδικάζεται νά
χάνη τό συκώτι του). Όλα τά ίδια, ανάθεμά τα…
Ο Προμηθέας, νά τά πούμε καθαρώτερα, είναι «η ανθρώπινη
πρόνοια». Ο Επιμηθέας, «η ανθρώπινη πείρα». Τό συμπέρασμα.
Νά, λοιπόν, η πρόνοια τών ανθρώπων πού κάνει τό Θεό νά θυμώνη μαζί
τους. Ο Μεγάλος δέν συγχωρεί στόν μικρό νάναι έξυπνος καί νά τόν γελάση… Κάθε
μεγάλος τά θέλει όλα δικά του. Και ο Προμηθέας, ο άνθρωπος, τού τήν έφερε τού
Δία.
Είχανε, λοιπόν, μαζευτή τότε όλοι, θεοί καί άνθρωποι —άς πούμε μιά
επιτροπή ανθρώπων— να κουβεντιάσουνε ένα ζήτημα μάσας. Είπανε, δηλαδή, οι θεοί:
— Εσείς σφάζετε ζώα καί τρώτε.
— Ε, τί νά φάμε; Αγκωνάρια;
— Ναί, αλλά τά ζώα τά φτιάξαμε μείς πού είμαστε θεοί.
— Εργοστάσιο έχετε, ό,τι θέλετε φτιάνετε.
— Άλλο λέμε μείς. Άμα σφάζετε ένα ζώο, δέν πρέπει νά μάς προσφέρετε
καί μάς ένα κομμάτι πού νά τό λένε «θυσία»;
Οι άνθρωποι ποτέ δέν έχουνε καμμιά όρεξη νά προσφέρουνε κομμάτια
στούς μεγάλους, είτε στήν Αγορανομία, νά πούμε, είτε στήν Εφορία, είτε στά
μικρά μέρη, στόν ενωματάρχη. Αλλά άμα δέν προσφέρουνε, τούς βρίσκουνε τυχαία
κάτι συμφορές καί τούς κοστίζει πολύ περισσότερο. Κατεβάσανε, λοιπόν, τό κεφάλι
καί είπανε:
— Καλά, αφεντικά, νά σάς προσφέρουμε.
Φώναξε ο Δίας τόν Προμηθέα, πού τού είχε ανοίξει τήν κεφάλα γιά νά
βγή από μέσα η Αθηνά (άλλη ιστορία αυτή πού θά τήν πούμε μέ τή σειρά της) καί
όσο νάναι τόν θεωρούσε ξυπνό και τούδωσε όρτινο.
— Για κύττα σύ, τί θά τρώμε μείς οι θεοί, τί θά τρώνε οι άνθρωποι.
Ο Προμηθέας, πρόνοια ανθρώπινη, νά πούμε, δεν συμπαθούσε τούς
θεούς. «Όλο τρώνε, καλοπερνάνε καί δουλεία τίποτα. Τούς έχουμε, τούς
προσκυνάμε, τούς φωνάζουμε ζήτω, τούς βάζουμε στά καλύτερα μέρη, αλλά όχι καί
νά μάς φάνε τά σπλάχνα». Καί σκέφτηκε καί γιά τ’ ανθρωπάκια. «Παιδεύονται τά
κακόμοιρα νά φάνε ένα κομμάτι ψωμί, σκοτώνονται, υποφέρουνε, πληρώνουνε φόρους,
τά κυνηγάνε, αυτοί είναι οι συντελεστές τής κοινωνίας καί ο πλούτος τού κόσμου
κι’ όχι οί Μεγάλοι, οί χαραμοφάηδες». Πήρε, λοιπόν, ένα ταύρο πού τόν είχανε
κόψει, έπιασε τά ψαχνά τά καλά καί τό κιλότο, τά τύλιξε μέσα στό τομάρι τού
σφαγμένου ζωντανού κι’ ύστερα πήρε τά κόκκαλα, τά πασάλειψε μέ λίπος νά
γυαλίζουνε σάν μπακίρια καί τά παρουσίασε στόν Δία.
— Αφεντικό, διάλεξε μόνος σου.
Ό Δίας, όπως πάντες οι υψηλά Ιστάμενοι, θαμπώθηκε από τή γυαλάδα,
καθόσον η γυαλάδα τούς βαράει στά μάτια τούς αφέντες, όχι η ουσία. Άπλωσε,
λοιπόν, τή χερούκλα τού καί είπε:
— Αυτά, τά γυαλιστερά.
— Μάλιστα.
Αλλά μόλις έκανε νά καταπιή ένα γυαλιστερό, είδε απ’ όξω λίπος κι
από μέσα κόκκαλο καί έγινε σκύλος.
— Γιατί μού τήν έφερες, ρέ;
— Έγώ; Έγώ σάς είπα…
Η συμφωνία όμως μέ τούς ανθρώπους είχε κλειστή καί μείνανε οι θεοί
μέ τά κόκκαλα, πού «αι φυλαί τών ανθρώπων τά καίουν επί αρωματισμένων βωμών»,
κατά πού λέει ο Ησίοδος γιά τούς θεούς. Καί η εξυπνάδα τού Προμηθέα, τής
ανθρώπινης πρόνοιας, άφησε επιτέλους νά φάμε καί μείς κανά ψαχνό καί έδωσε τά
κόκκαλα στούς Όλυμπίους καί στά σκυλιά… Καί μακάρι νά γινότανε καί σήμερα έτσι,
άλλά δέν γίνεται, κατά πώς θά τόχετε αντιληφθή απαξάπαντες…
Ό Ζεύς —παλιοκαθήκι ώρες – ώρες— άμα καί είδε ότι τήν έπαθε, δέν
μίλησε αμέσως, αλλά έκανε ό,τι κάνουνε όλοι οι «υψηλά ιστάμενοι», χτύπησε
δηλαδή τήν ανθρωπότητα από άλλη μεριά.
— Τέτοιοι είσαστε; Πάρτους πίσω τή φωτιά. Δεν τούς δίνω φωτιά…
Όπως, να πούμε, σήμερα σού δίνουνε ένα προνόμιο από τή μιά μεριά
καί σού παίρνουνε είκοσι προνόμια από τήν άλλη. Καί οι άνθρωποι μείνανε χωρίς
φωτιά, καί υποφέρανε (διαβάστε Αισχύλο νά καταλάβετε τή θέση τους) κι’ ούτε
σπίτια είχανε, ζούσανε σέ σπηλιές καί παγώνανε τό χειμώνα καί δέν καταλαβαίνανε
μήτε άνοιξη, μήτε καλοκαίρι, μήτε τίποτα…
Ο Προμηθέας τό πήρε κατάκαρδα.
— Ρέ τούς φουκαράδες. Καί τό θεώρησε καί αδικία.
— Γιατί, δηλαδή; Τί θεός είναι κανένας άμα δέν ενδιαφέρεται παρά
μόνο γιά τόν εαυτό του καί τήν οικογένειά του; Πώς μπορεί νά τόν προσκύνηση ο
κόσμος άμα τά θέλη όλα γιά πάρτη του; Οι αφέντες είναι καλοί όταν εξυπηρετούνε
τόν λαό τους κι’ όχι άμα κάνουνε κουμάντο γιά τίς κλήρες τους.
Τόβαλε, λοιπόν, πείσμα νά δώση πίσω τή φωτιά στόν κόσμο…
Στην Ινδική Μυθολογία, ο Μανού, ο πατριάρχης, νά πούμε, τής
ανθρωπότητας, έπλασε τόν άνθρωπο από πηλό (παράλληλη η Γραφή) καί επειδή ήτανε
μιά άψυχη κούκλα, έκλεψε τή φωτιά καί τού «ενεφύσησε ζωή». Ο Έλληνας Μανού
είναι ο Κρητικός Μίνως (ίδιο όνομα καί παράλληλες δοξασίες). Καί ο Προμηθέας
είναι ο ίδιος ο άνθρωπος πού φροντίζει τόν εαυτό του.
Πόθο, λοιπόν, ο Προμηθέας νά ξαναδώση τή φωτιά (μερικοί μύθοι λένε
ότι τόν βοήθησε καί η Αθηνά), από δώ τάχε, από κεί τάχε, τά κατάφερε… Βλέπεις,
η κλοπή είναι καμμιά φορά καί αρετή, κι’ άς μή τό παραδεχόμαστε παρά μόνο στούς
Σπαρτιατικούς Νόμους τού Λυκούργου. Τώρα, από πού τήν πήρε; Άλλοι λένε ότι
άναψε ένα πυρσό από τόν Ήλιο, άλλοι… ότι τήν έκανε αχταρμά από τόν Όλυμπο καί τήν έκρυψε μέσα σ’ ένα κόκκινο λουλούδι, άλλοι ότι τήν άρπαξε από τήν αστραπή καί άλλοι ότι μπήκε στό εργαστήριο τού Ηφαίστου τού σιδερά, στή Λήμνο καί από
κεί τήν προμηθεύτηκε… (συνεχίζεται).
(Καταβλήθηκε προσπάθεια να διατηρηθεί η ορθογραφία του συγγραφέα, χωρίς απόλυτο αποτέλεσμα, βεβαίως, λόγω "μονοτονικού πληκτρολογίου").
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου