Ήταν σα να σε πρόσμενα Κυρά
απόψε που δεν έπνεε όξω ανάσα,
κι έλεγα: Θά 'ρθει απόψε απ' τα
νερά
κι από τα δάσα.
Θά 'ρθει, αφού φλετράει* μου η
ψυχή,
αφού σπαρά* το μάτι μου σαν ψάρι,
και θα μυρίζει φώτα και βροχή
και νιο φεγγάρι…
Και να, το κάθισμά σου συγυρνώ*,
στολνώ* την κάμαρά μου αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:
…Πως να, θα μείνει ο κόσμος με το «μπα»
που μ' έλεγε τρελόν, πως είχες
γίνει
καπνός και –τάχας– σύγνεφα θαμπά
προς τη σελήνη...
...
Νύχτωσε και δε φάνηκες εσύ,
κίνησα να σε βρω στο δρόμο –οϊμένα–
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.
Τόσο πολύ μ' αγάπησες, Κυρά,
που άκουγα διπλά τα βήματά μου!
Πάταγα 'γώ –στραβός– μες στα νερά;
κι εσύ κοντά μου…
Γιάννης
Σκαρίμπας, Εαυτούληδες (1950)
Από: Λ. Πολίτη, Ποιητική
Aνθολογία, τόμ. 7, Δωδώνη.
________________________________
________________________________
*φλετράει: πάλλεται, φτερουγίζει
*σπαρά: σπαρταρά
*συγυρνώ: φτιάχνω
*στολνώ: στολίζω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου